συντρίκλινος

συντρίκλινος
-ον, A
συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τρίκλινος «αίθουσα δείπνου, εστιατόριο με τρεις δειπνητικές κλίνες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”